- κρεοσκοπία
- ηο έλεγχος τής κατάστασης τών σφαγίων από αρμόδιες αγορανομικές και αστυκτηνιατρικές υπηρεσίες για τη διαπίστωση τής καταλληλότητάς του για κατανάλωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)-* + -σκοπία (< -σκόπος < σκέπτομαι «παρατηρώ»), πρβλ. αστερο-σκοπία, κερδο-σκοπία].
Dictionary of Greek. 2013.